γεωπεδον...

γεωπεδον...
    γεῶπεδον...
    γεωπέδιον, γεῶπεδον
    τό Her. = γήπεδον См. γηπεδον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γεωπεδον..." в других словарях:

  • γεώπεδον — και γεωπέδιον, το (Α) καλλιεργημένος χώρος ή κήπος μέσα σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πέδον «έδαφος»] …   Dictionary of Greek

  • γεώπεδον — portion neut nom/voc/acc sg γήπεδον plot of ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπέδων — γεώπεδον portion neut gen pl γήπεδον plot of ground neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήπεδο — το (Α γήπεδον και γεώπεδον*) τμήμα γης, αγροτεμάχιο νεοελλ. οικόπεδο και (κυρίως) έκταση ειδικά διευθετημένη και διαρρυθμισμένη για αθλητικές ασκήσεις ή παιδιές (γήπεδο ποδοσφαίρου) ||αρχ. κήπος μέσα σε αστική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πεδον… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»